- σανβιταλία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής Αμερικής που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sanvitalia, πιθ. από το όν. τού Ιταλού μαθηματικού F. Sanvitali ή από το όν. τής οικογένειας Sanvitali].
Dictionary of Greek. 2013.